Σάββατο 6 Φεβρουαρίου 2021

Απ- άρνηση




(Ήθελα πολύ καιρό τώρα να γράψω ... 
Να θυμηθώ τα παλιά μου μονοπάτια που κλεινόμουν στα σκοτάδια, έβαζα τις σκέψεις μου σε μια σειρά και πληκτρολογούσα νευρικά τα γράμματα στο (ίδιο ακόμα) laptop μου. Λίγο η έλλειψη χρόνου, λίγο οι βόλτες μου, λίγο η αναβλητικότητά μου, αυτό το ιστολόγιο είχε καταντήσει παλιό βιβλίο σε βιβλιοθήκη που όταν το έβλεπα, το προσπερνούσα ... Για μια ακόμη φορά τα ερεθίσματά μου δεν με άφησαν για πολύ καιρό ήσυχη)

"Να προσέχεις κόρη μου, γιατί η προδοσία έρχεται πάντα εκ των έσω"...
Μια κουβέντα που όσο μεγαλώνω με συντροφεύει και με πείθει. Αυτός που θα σε προδώσει είναι πάντα αυτός που αγαπάς, γιατί για τον εχθρό έχεις φτιάξει ασπίδα, ενώ για τον άλλον όχι. Είσαι ευάλωτη, μόνη και απροστάτευτη σε έναν πόλεμο που σίγουρα θα ηττηθείς. Ξέρει που θα πρέπει να χτυπήσει, πως θα χτυπήσει και πότε θα χτυπήσει. Είναι σαν την μαγειρική, θα βάλει 2 κουταλιές του γλυκού αλάτι, μια πιπέρι και θα το πετύχει! 
Και εσύ; Μένεις βουβή και απόκοσμη να κοιτάς νωχελικά τι σου συνέβη, να προσπαθείς να βάλεις τις σκέψεις σου σε μια σειρά, να τρέχεις να μαζέψεις τα κομμάτια σου ένα-ένα και να βλέπεις ότι θα βρεις παρακάτω και άλλο σπασμένο σου κομμάτι να κείτεται στον πάτο. Εκεί που έφτασες και εσύ. Στον πάτο! Τι όφελος υπήρχε πίσω από την απόκοσμη αυτή πράξη; Τι έδωσες και τι πήρες; Το κεφάλι σου βουίζει και πίσω από το "γιατί" σου δεν υπάρχει πια καμία πειστική απάντηση για να το πάρεις απόφαση και να συνεχίσεις την όποια ζωή σου. Να φερθείς ρε αδερφέ για μια φορά εγωιστικά, να σηκώσεις το κεφάλι σου στον ουρανό και να μην σε πειράξει.

Προδοσία, εγκατάλειψη, άρνηση, ΑΥΤΑΠΑΡΝΗΣΗ.
Η προδοσία φέρνει την εγκατάλειψη, η εγκατάλειψη σε πείθει να βρίσκεσαι σε μία άρνηση και το αποτέλεσμα της άρνησης είναι η ΑΥΤΑΠΑΡΝΗΣΗ. Αρνείσαι τον εαυτό σου, την ζωή σου, τους φίλους σου, τις συνήθειές σου. Ό,τι μέχρι πριν από λίγο σε έκανε καλά δεν υπάρχει πια, έχει φύγει. Την θέση τους πήρε η μοναξιά, η θλίψη και ένα ψεύτικο γέλιο που προσπαθεί να πείσει ότι τα πάντα ρει. Δεν ζεις, αναπνέεις. Τρως, κοιμάσαι, περπατάς, αποφεύγεις να μιλάς. Και αυτό επαναλαμβάνεται κάθε μέρα και η μια μέρα γίνονται δύο, τρεις ... είκοσι πέντε μέρες. Και όλες είναι ίδιες, δεν έχει καμία διαφορά η μία με την άλλη. 




Δεν ξέρεις για τι να πρωτολυπηθείς, για ποιο να θρηνήσεις πρώτα. Για το ότι έγινες θεατής στο έργο της ίδιας σου της ζωής ή για το ότι όφειλες να κρατάς μια πισινή; Σταυρώθηκες σαν τον Ιησού Χριστό σε έναν πολύ όμορφο λακαριστό σταυρό. Σε έβαλαν να επιλέξεις το χρώμα του, το υλικό του και σε σταύρωσαν με χρυσά όμορφα και γυαλιστερά καρφιά με βάναυσο τρόπο. Το αίμα σου έρεε όπως η βρύση που ανοίγει απότομα και αυτοί εκεί, έμπηγαν τα καρφιά πιο μέσα για να αποτελειώσουν το έργο τους. Και αφού παραδόθηκες στα τραύματά σου, ήρθαν με ένα πανί να σου σκουπίσουν τις πληγές αλλά ήταν τόσος ο πόνος, που παρακαλούσες απλά να πεθάνεις.

Και αφού σε κατέβασαν από τον σταυρό, σε έπλυναν, σου γιάτρεψαν τις πληγές, σε έντυσαν και σε άφησαν στο κρεβάτι να ξεκουραστείς. Το παγωμένο βλέμμα σου δεν ξεκόλλησε από το κενό, τα μάτια σου ήταν ακόμη υγρά όταν κοίταξες με έντρομο βλέμμα τις ουλές σου και θυμήθηκες ... 
Θυμήθηκες την κουβέντα που είχες πει: 
"Πριν αλέκτωρ φωνήσαι τρις, απαρνήση με".